still 


.το να σταματά, να διακόπτει κάποιος την πορεία του προσωρινά  το σημείο, ο τόπος όπου διακόπτεται για λίγο η πορεία συγκοινωνιακού μέσου, για επιβίβαση ή αποβίβαση προσωρινή διακοπή ενέργειας απεργία που διαρκεί λιγότερο από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κανείς όρθιος, καθιστός ή ξαπλωμένος, η θέση του σώματός του και των μελών του  ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ένα ζήτημα ή μια κατάσταση καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το φωτογραφικό φιλμ  ομαδική και βίαιη (συνήθ. ένοπλη) εκδήλωση που στρέφεται εναντίον μιας νόμιμης εξουσίας.
still
Published:

still

expired 35mm film photography

Published: